- μοιχεία
- ηη παράβαση της συζυγικής πίστης: Κατηγόρησε τον άντρα της για μοιχεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοιχεία — μοιχείᾱ , μοιχεία adultery fem nom/voc/acc dual μοιχείᾱ , μοιχεία adultery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχείᾳ — μοιχείᾱͅ , μοιχεία adultery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχεία — (Νομ.). Η εξώγαμη, κατά φύση, συνουσία ενός άντρα και μιας γυναίκας, από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον είναι παντρεμένος. Στην αρχαία Ελλάδα, η μυστική σαρκική σχέση με μια ελεύθερη γυναίκα, χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της, αποτελούσε… … Dictionary of Greek
μοιχείας — μοιχείᾱς , μοιχεία adultery fem acc pl μοιχείᾱς , μοιχεία adultery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχείαι — μοιχείᾱͅ , μοιχεία adultery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχείαν — μοιχείᾱν , μοιχεία adultery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχειῶν — μοιχεία adultery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχείαις — μοιχεία adultery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχείην — μοιχεία adultery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχείῃσι — μοιχεία adultery fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)